απαρουσίαστος

απαρουσίαστος
-η, -ο
αυτός που δεν παρουσιάστηκε ή δεν μπορεί να παρουσιαστεί: Το φαΐ, όπως είχε γίνει, ήταν απαρουσίαστο για φιλοξενούμενους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απαρουσίαστος — η, ο 1. αυτός που δεν εμφανίστηκε, δεν παρουσιάστηκε 2. αυτός που δεν είναι κατάλληλος να παρουσιαστεί, ο μη εμφανίσιμος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”